- κολόκουρο
- τό1) короткая шерсть; 2) перен. взятка, мзда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολόκουρο — το 1. μαλλί μικρού μήκους που λαμβάνεται από το κούρεμα τών προβάτων και τών κατσικιών 2. φιλοδώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλον «κολοβό» + κουρά (< κείρω «κουρεύω»)] … Dictionary of Greek
κολόκουρο — το 1. το κοντό μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και των ποδιών των αιγοπροβάτων. 2. δωροδόκημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολοκουρίζω — [κολόκουρο] (σχετικά με πρόβατα) κόβω τα μαλλιά στην κοιλιά και στα πίσω πόδια … Dictionary of Greek